σκορπιοί

σκορπιοί
Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα χωρίς τμήματα, από ένα κεντρικό τμήμα, που λέγεται οπισθόσωμα και αποτελείται από επτά τμήματα και ένα πίσω τμήμα, που λέγεται λαθεμένα ουρά και αποτελείται από 6 στοιχεία, από τα οποία το τελευταίο, που περιέχει ένα δηλητηριώδη αδένα, καταλήγει σε καμπύλο κεντρί. Το πρόσωπο φέρει από πάνω, σε κεντρική θέση, 2 μάτια και πλευρικά 3 τ- 5 οφθαλμίδια σε κάθε μέρος. Μπροστά στο στόμα βρίσκονται δυο χηληκεραίες, που χρησιμεύουν για να θρυμματίζουν την τροφή· το επόμενο ζευγάρι αποφύσεων αποτελείται από προσακτρίδες, εφοδιασμένες με χοντρές χηλές· ακολουθούν 4 ζεύγη κινητήριων άκρων. Από κάτω, το δεύτερο τμήμα της κοιλιάς φέρει 2 αποφύσεις, που έχουν αισθητήρια όργανα, και οι οποίες εξαιτίας του σχήματος τους λέγονται κτενίδια: παρόλο που είναι γνωστή η συνολική διάρθρωση τους, δεν είναι γνωστό για ποιό σκοπό προορίζονται οι αποφύσεις αυτές. Οι σ. είναι διαδομένοι προπάντων στις θερμές περιοχές και είναι νυχτόβιοι· τρέφονται με διάφορα μικρά ζώα, τα οποία γενικά σκοτώνονται απ’ το δηλητήριο που η λεγόμενη ουρά, γυρίζοντας τοξοειδώς προς τα πάνω και μπροστά, ενοφθαλμίζει στα θύματα μέσω του κεντριού. Πριν απ’ το ζευγάρωμα τους εκτελούν μεγάλους περιπάτους μαζί με το θηλυκό· μετά τη σύζευξη η θηλυκή, συνήθως, τρώει τον αρσενικό. Οι σ. είναι ωοζωοτόκοι· οι θηλυκές μερικών ειδών, επί αρκετές ημέρες φέρουν τα μικρά στη ράχη. Το γένος ευσκορπίος (euscorpius) περιλαμβάνει 10 είδη, μήκους 3-5 εκ., ελάχιστα δηλητηριώδη, διαδομένα στις περιοχές της Μεσογείου· στην ίδια περίπου περιοχή διάδοσης, το γένος βούθος, στο οποίο ανήκουν μορφές πιο μεγάλες και επικίνδυνες από τους προηγούμενους, αντιπροσωπεύεται, μεταξύ των άλλων από το βούθο τον προβηγκιανό (buthus occita-nus). Πολύ δηλητηριώδης, έτσι που ν’αποτελεί σοβαρό κίνδυνο και για τον άνθρωπο, είναι ο ανδροκτόνος ο νότιος (androctonus australis), που συναντιέται στη βόρεια Αφρική. Το γένος πάνδεινος, που αντιπροσωπεύεται στις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της Μαύρης Ηπείρου, περιλαμβάνει πολύ μεγάλα είδη, όπως ο πάνδεινος ο αυτοκρατορικός (pandinus impera-tor), μήκους 20 περίπου εκατοστά. Πάνω αριστερά, το είδος euscopius italicus, μήκους έως 5 εκ., από τα μεγαλύτερα είδη των εύκρατων περιοχών. Στη μέση, δηλητηριώδες κεντρί. Δεξιά, τα χαρακτηριστικά κτενίδια με τα κεραμοειδή ελασμάτια. Στο σχέδιο ανατομία ενός σκορπιού: 1) προσακτρίδα· 2) χηληκεραίες· 3) πλευρικά μάτια· 4) μεσαίο μάτι· 5) κεντρί· 6) δηλητηριώδης αδένας· 7) γάγγλια· 8) πρωκτός· 9) καρδιά· 10) αρτηρίες· 11) έντερο· 12) στίγματα· 13) τυφλά έντερα. Με καστανό χρώμα σημειώνονται τα κινητήρια άκρα και τα τμήματα του οπισθοσώματος του σκορπιού.
* * *
(I)
οι, Ν
ζωολ. τάξη χηλεκεραιωτών αρθροπόδων τής ομοταξίας αραχνίδια, με 800 περίπου είδη τών θερμών περιοχών τής Γης, τα οποία έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την επιμήκυνση τών τελευταίων μεταμερών τής κοιλίας τους σε ουρά με δηλητηριώδες κεντρί, καθώς και μεγάλες γναθικές προσακτρίδες, με λαβιδόμορφα άκρα, για τη σύλληψη τής λείας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].
————————
(II)
οι, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία ομάδας σκορπιονοειδών ψαριών τού γένους σκόρπαινα, στην οποία, εκτός από τον καθαυτό σκορπιό, τον Scorpaena porcus, συγκαταλέγονται τα είδη Scorpaena notata, Scorpaena elongata, Scorpaena loppei και Scorpaena maderensis, όλα με κοκκινόμαυρο χρώμα και κιτρινωπά στίγματα και με εύγευστη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορπιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκορπιοί — σκορπιόομαι pres subj mp 2nd sg σκορπιόομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπίοι — σκορπίος scorpion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • SCORPIO — I. SCORPIO 1. Regum c. 12. v. 11. in his Roboami verbis, Pater meus castigavit vos scuticis, et ego vos castigabo scorpionibus, flagri genus est scuticâ gravius. Hebraei virgan spineam, aut flageilum spinis aculcatum intelligunt, vide supra in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • αραχνοειδής — (AM ἀραχνοειδής, ές) Ι. όμοιος με ιστό αράχνης νεοελλ. 1. «αραχνοειδής χιτώνας» ο αμφιβληστροειδής του ματιού 2. «αραχνοειδής μήνιγξ» το μεσαίο από τα τρία περιβλήματα του νωτιαίου μυελού και του εγκεφάλου II. το ουδ. ως ουσ. τα αραχνοειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”